Γενικά
Mε τον όρο αφασία Wernicke ή αισθητική αφασία εννοούμε την αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου.
Ο Wernicke περιέγραψε τη συγκεκριμένη αφασία, όπως άλλωστε και την αφασία αγωγής, χωρίς να έχει ανατομοκλινικά στοιχεία, όπως αυτά τα οποία είχε ο Broca. Ήταν απλά μία υπόθεση την οποία έκανε και η οποία βέβαια στη συνέχεια επαληθεύθηκε από τον ίδιο, κυρίως όμως από τους μαθητές του.
Με τα σημερινά όμως δεδομένα και μετά από πολλές μελέτες παρατηρήθηκε ότι η αφασία του Wernicke δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αυτοτελή παθολογική οντότητα, όπως αυτή που αποτελεί η αφασία του Broca.
Ουσιαστικά θα πρέπει να χωρίσουμε την αφασία αυτή σε τρεις ξεχωριστές, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους και ως προς τα συμπτώματα, αλλά και ως προς τη γενικότερη έκβασή τους. Για το λόγο αυτό, έχει επικρατήσει από πολλούς μελετητές να χωρίζουν την αφασία Wernicke σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα βέβαια με τη συμπτωματολογία. Ουσιαστικά όμως η αφασία Wernicke είναι μία και είναι αυτή όπου η βλάβη εντοπίζεται στην οπίσθια και κάτω περιοχή της αύλακας του Sylvious.
Οι δύο άλλες κατηγορίες είναι η μεν μία η διαφλοιώδης αισθητική αφασία, και η άλλη είναι το σύνδρομο αγραφίας – αλεξίας, που περιγράφει ο Dejerine.
Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση θα αναφερθούμε στην αφασία του Wernicke ή αισθητική αφασία ή ακόμα αισθητική αφασία του Wernicke.
Όπως αναφέραμε ήδη, οι χαρακτηριστικές βλάβες της συγκεκριμένης αφασίας είναι οι έντονες δυσχέρειες μέχρι και πλήρης αδυναμία στην κατανόηση του προφορικού λόγου, οι οποίες βέβαια εκδηλώνονται με διάφορες λεκτικές συμπεριφορές.
Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι ο Wernicke θεώρησε ότι, σε αντιπαράθεση με το κινητικό κέντρο του Broca και την αντίστοιχη αφασία, θα πρέπει να υπάρχει και ένα άλλο κέντρο αισθητικής φύσεως, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε ιδεϊκό, το οποίο θα περιλαμβάνει τη λειτουργία της κατανόησης των εννοιών, και το οποίο σίγουρα θα συνδέεται με το κέντρο του Broca για τη διαδικασία του λόγου.
Αυτή η όλη θεώρηση του Wernicke δεν συνοδευόταν με ανατομοκλινικά δεδομένα, όπως έγινε με το κέντρο του Broca, ενώ στη βιβλιογραφία της εποχής παρατηρούμε ότι μαθητές του Werncicke τον ενημέρωσαν για κάποιες κλινικές παρατηρήσεις που επιβεβαίωναν την θεώρηση του.
Παρ’ όλα αυτά όμως η αισθητική αφασία ή αφασία του Wernicke, με αποκλειστικό σύμπτωμα μόνο και μόνο την αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου, δεν φαίνεται να υπάρχει στην κλινική πραγματικότητα. Συνυπάρχει είτε στο πλαίσιο των δύο άλλων ειδών αφασιών, που αναφέραμε, ή ταυτόχρονα με κάποια άλλα συμπτώματα. Επιπλέον και τα τρία είδη που προαναφέραμε, περιλαμβάνονται στη θεωρία του Wernicke.
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της αφασίας Wernicke ή αισθητικής αφασίας είναι ένα μεγάλο σχετικά σύνολο, όπως για παράδειγμα, λογόρροια, αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου, ζαργκοναφασία, παραφασίες όλων των ειδών, νεολογισμοί αγραφία ιδεϊκού τύπου, κλπ. Αυτό εξηγεί άλλωστε και τη δυσκολία της κατανόησης αυτού του είδους της αφασίας, όπως επίσης και την προσοχή που θα πρέπει να επιδείξει ο εξεταστής με βάση τον εντοπισμό της βλάβης, για τα αναμενόμενα πραγματικά συμπτώματα.
Η αφασία του Wernicke με χαρακτηριστικό σύμπτωμα την αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου, και σε αντιπαράθεση με αυτήν του Broca, πάντα σε επίπεδο κωδικοποίησης, στην κλινική πρακτική δεν υπάρχει. Υπάρχει απλά στη θεωρία και στη διδακτική της νευροψυχολογίας για την πληρέστερη κατανόηση των λειτουργικών διαδικασιών σε εγκεφαλικό επίπεδο.
Τοπογραφικός Εντοπισμός
Η βλάβη στην αφασία αυτή είναι πολύ συγκεκριμένη και εντοπίζεται στο κάτω μέρος της κατάληξης της αύλακας του Sylvious (τελική οπίσθια περιοχή 22), όπως την έχει άλλωστε θεωρήσει ο ίδιος ο Wernicke.
Βλάβη στο κάτω μέρος της κατάληξης της αύλακας του Sylvious, (τελική οπίσθια περιοχή 22) του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου θα προκαλέσει οπωσδήποτε αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου. Αυτό δεν σημαίνει ότι στον αριστερόχειρα θα συμβεί οπωσδήποτε το αντίθετο, αφού ένα σημαντικό ποσοστό των αριστερόχειρων έχει την ίδια λειτουργική δομή με αυτή των δεξιόχειρων.
Αν βέβαια πρόκειται για αριστερόχειρα όπου η λειτουργία του λόγου εντοπίζεται στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο, τότε βλάβη στο κάτω μέρος της κατάληξης της αύλακας του Sylvious (τελική οπίσθια περιοχή 22) του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου θα προκαλέσει και πάλι αδυναμία κατανόησης του προφορικού λόγου δηλαδή αφασία Wernicke, αλλά πολύ ηπιότερη.
Στην κλινική πρακτική όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Η βλάβη σπανιότατα εντοπίζεται στην περιοχή αυτή (τελική οπίσθια 22) και οι λόγοι είναι δυνατόν να αναζητηθούν κυρίως σε επίπεδο δικτύου αιματώσεως των συγκεκριμένων περιοχών. Από την άλλη πλευρά βέβαια βλάβες στις γειτονικές περιοχές είναι δυνατόν να προκαλέσουν κάποιες δυσχέρειες, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές στην κατανόηση του προφορικού λόγου. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι γειτονική περιοχή είναι και η πρωτογενής ακουστική περιοχή, (πρώτη κροταφική έλικα 41–42– μέση περιοχή 22), στην οποία βλάβη προκαλεί κάποιων ειδών ακουστικές αγνωσίες, οι οποίες είναι δυνατόν να ερμηνευθούν και σαν αδυναμία κατανόησης, χωρίς να είναι στην πραγματικότητα. Σε αυτό συμβάλλει και η νοσοσαγνωσία η οποία παρατηρείται στις συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις.
Η περιοχή του Wernicke (22) δεν αποτελεί ουσιαστικά μία ιδεϊκή περιοχή, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό ίσως. Αποτελεί την περιοχή όπου συντελείται η διαδικασία η οποία εξασφαλίζει τη σύνδεση και διεκπεραίωση όλων των ιδεϊκών ερεθισμάτων, είτε σε τοπικό λειτουργικό επίπεδο (39–7–40–37), είτε ακόμα και για την διαδικασία της πληρότητας του ιδεϊκού ερεθίσματος για την προώθησή του προς τις ιδεοκινητικές περιοχές (44–44a–45). Πλην όμως οι προαναφερθείσες περιοχές, εκτός από τη συμβολή τους στην περιοχή του Wernicke, διαθέτουν και μεταξύ τους λειτουργικές συνδέσεις, οπότε είναι δυνατόν, είτε με την λειτουργική επανάκτηση αρχικά, είτε με τη θεραπευτική αντιμετώπιση στη συνέχεια να ενεργοποιηθούν λειτουργικά σε ικανοποιητικό, ως πολύ ικανοποιητικό επίπεδο.
Για παράδειγμα αν πρόκειται για εγγράμματο ή πολύ εγγράμματο άτομο, τότε η ενεργοποίηση αυτή θα φτάσει σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα, ίσως και σε πλήρη επανάκτηση των συγκεκριμένων λειτουργιών, ενώ αν πρόκειται για μη εγγράμματο άτομο, απλά θα φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Λειτουργικός Εντοπισμός
Σε λειτουργικό επίπεδο, θα πρέπει αρχικά να αποσαφηνίσουμε τη λειτουργική διαδικασία ή διαδικασίες, οι οποίες υποστηρίζονται και εξασφαλίζονται από την περιοχή του Wernicke (22). Η περιοχή αυτή είναι ένα σταυροδρόμι εξειδικευμένων λειτουργικών διαδικασιών, πολύ σημαντικό, αλλά όχι απαραίτητα μοναδικό. Η μοναδικότητα του έγκειται στο ότι συνδυάζει πολλές λειτουργικές διασυνδέσεις, διαφόρων σημαντικών λειτουργικών διαδικασιών, πάντα σε ιδεϊκό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο έννοιας του λόγου, σε γενικά πλαίσια. Η περιοχή αυτή (22) συνδέει και συνδέεται άμεσα με τις περιοχές (39–40–37–42–21) και έμμεσα μέσω των προαναφερθέντων περιοχών, αλλά και του κροταφικού πεδίου, με τις περιοχές (7–19–41– μέσες περιοχές 2).
Και για να γίνουμε πιο σαφείς σε αμιγώς λειτουργικό επίπεδο.
Το οπτικό ερέθισμα φθάνει μέσω του ινιακού λοβού (17–18–19) στην περιοχή της γωνιώδους έλικας (39), όπου θα γίνει η αποκωδικοποίησή του. Από εκεί θα πρέπει να περάσει προς τις κροταφικές περιοχές και να φθάσει μέχρι τις Ιπποκάμπιες περιοχές όπου και θα αποθηκευθεί. Αυτή τη διαδικασία την εξασφαλίζει η περιοχή του Wernicke (22), από την οποία θα κωδικοποιηθεί ανάλογα το ήδη αποκωδικοποιημένο οπτικό ερέθισμα για να μπορέσει να κατευθυνθεί προς αποθήκευση στις Ιπποκάμπιες περιοχές.
Αν πρόκειται για όνομα, τότε μετά από την αποκωδικοποίηση του στην περιοχή της γωνιώδους έλικας (39), θα κατευθυνθεί προς την περιοχή (37), όπου η κατανόηση των ονομάτων-προσώπων, και από εκεί πάλι μέσω της περιοχής (22) θα κατευθυνθεί προς τις Ιπποκάμπιες περιοχές για αποθήκευση.
Αν πρόκειται για ακουστικό ερέθισμα, τότε από τις πρωτογενείς ακουστικές περιοχές στην πρώτη κροταφική έλικα (41–42), όπου θα γίνει και η ακουστική αποκωδικοποίηση, το ερέθισμα θα προχωρήσει προς την περιοχή (22), όπου θα κωδικοποιηθεί ανάλογα και θα κατευθυνθεί προς τις Ιπποκάμπιες και πάλι αποθηκευτικές περιοχές.
Όταν στη συνέχεια το άτομο χρειασθεί κάποια δεδομένα από τα ήδη αποθηκευμένα στις Ιπποκάμπιες περιοχές, θα τα αναζητήσει, και αυτά θα επαληθευθούν σε επίπεδο κωδικοποίησης στην περιοχή (22) και από εκεί θα προχωρήσουν προς την περιοχή (40) από την οποία θα τροποποιηθούν, είτε με τη μορφή ιδεϊκής ηχητικής συχνότητας, είτε ιδεϊκής φύσεως συμβολική γραφή, για να καταλήξουν στις ανάλογες ιδεοκινητικές περιοχές του μετωπιαίου λοβού για να εκτελεσθεί η επιθυμητή διαδικασία, είτε προφορικός λόγος, είτε γραπτός, κλπ.
Στο σύνολο αυτό των λειτουργικών διαδικασιών συμβάλλουν έμμεσα, όπως ήδη προαναφέραμε και κάποιες άλλες περιοχές κυρίως του βρεγματικού λοβού, αλλά και του ινιακού.
Η περιοχή (οπίσθιες άνω περιοχές 19) συμβάλλει στη διαδικασία της οπτικής μνήμης των χώρων, αλλά και στους υπολογισμούς σε συνδυασμό με τις οπίσθιες κάτω περιοχές (7).
Η περιοχή (7) συμβάλλει στη χωρική και χρονική λειτουργία των ερεθισμάτων σε επίπεδο εννοιών, όπως επίσης και στη διαδικασία της γραφής, μέσω του ανάλογου ελέγχου του βραχίονα
Η περιοχή (μέσες περιοχές 2) και οι γειτονικές προς αυτήν πριν από τη δεύτερη μετωπιαία έλικα, συμβάλλουν στη χωρική – χρονική διαδικασία των ήδη κωδικοποιημένων και προς τις ιδεοκινητικές περιοχές κατευθυνόμενων ερεθισμάτων.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ δύο βασικές αρχές, οι οποίες αφορούν τη συμβολή του ενός και του άλλου εγκεφαλικού ημισφαιρίου μέσω του μεσολόβιου:
Η συμβολή του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου εκτός από την τελική εκτελεστική του δραστηριότητα είναι σε επίπεδο συμβολικό, δηλαδή εννοιολογικό, ενώ σε επίπεδο συμβόλων χαρακτηρίζεται από τον εντοπισμό σε αυτό των συμφώνων.
Η συμβολή του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου είναι σε επίπεδο χωρικό και χρονικό, ενώ σε επίπεδο συμβόλων χαρακτηρίζεται από τον εντοπισμό σε αυτό των φωνηέντων και των αριθμών.
Αν λοιπόν έχουμε κάποια βλάβη στην περιοχή του Wernicke (22) τότε θεωρητικά διακόπτεται σχεδόν κάθε διαδικασία ιδεϊκής φύσεως, άρα κάθε διαδικασία η οποία απαιτεί εννοιολογικής σημασίας δεδομένα. Πλην όμως υπάρχουν και λειτουργικές συνδέσεις μεταξύ των περιοχών που προαναφέραμε, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα, έστω και δευτερευόντως να αναπληρώσουν μέρος των λειτουργικών διαδικασιών που επιτελεί η περιοχή (22). Αυτό εξηγείται άλλωστε και από την κλινική πρακτική όσον αφορά τις διαταραχές στην κατανόηση του προφορικού λόγου.
Όλη αυτή η διαδικασία την οποία σε γενικές γραμμές περιγράψαμε σημαίνει πλήθος συμπτωμάτων, ανάλογα με την περιοχή που επηρεάζει η βλάβη, όπως επίσης και ανάλογα με την έκταση της βλάβης.
Η έκταση της βλάβης προσδιορίζει σύνολο συμπτωμάτων και όχι απλά ένα και μόνο σύμπτωμα.
Αν η βλάβη εντοπίζεται στις πρόσθιες περιοχές από αυτήν του Wernicke (τελική περιοχή 22), τότε παρατηρούμε λογόρροια, συχνά χωρίς να υπάρχει κανένα εξωτερικό ανάλογο ερέθισμα, και αυτό γιατί ο ασθενής προσπαθεί να απαντήσει σε κάποιες ακουστικού τύπου διαταραχές, όπως οι ακουστικές παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις κλπ. Ταυτόχρονα παρατηρούμε και μία νευρικής φύσεως ένταση στον ασθενή.
Η λογόρροια αυτή σίγουρα δεν είναι κατανοητή, αλλά με πολύ προσοχή είναι δυνατόν να απομονωθούν κάποια λεκτικά στοιχεία και να επισημανθεί το θέμα ή κάποια σημαντική λέξη, η οποία θα μας καθοδηγήσει στο θέμα που απασχολεί τον ασθενή.
Αν η βλάβη εντοπίζεται στις πρόσθιες ως προς την περιοχή του Wernicke (τελική περιοχή 22) και προς τα πάνω επηρεάζοντας και τον βρεγματικό λοβό στις κατώτερες αντίστοιχες περιοχές του (κάτω περιοχές 40), τότε η λογόρροια μετατρέπεται σε ζαργκοναφασία.
Δηλαδή ο ασθενής κατασκευάζει θα λέγαμε λέξεις με τη χρήση συλλαβών ή γραμμάτων, οι οποίες δεν έχουν κάποια εννοιολογική σημασία και οι οποίες έχουν πολύ μεγάλο μήκος.
Δηλαδή αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι θα βάλλει στη σειρά τυχαίες συλλαβές, για να δημιουργήσει μία λέξη. Κάποιες από αυτές τις λέξεις τις οποίες δημιουργεί, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται από τον ασθενή συχνά και με την έννοια του νεολογισμού.
Βέβαια θα πρέπει να ελεγχθεί και η δυνατότητα ακοής του ασθενή, επειδή βλάβη στις συγκεκριμένες περιοχές προκαλεί διαταραχές στη γνωσιακή διαδικασία της ακοής. Εκτός από την πιθανή διαταραχή σε γνωσιακό επίπεδο ακοής υπάρχει και η μικρής έκτασης διακοπή της μεταφοράς των ιδεϊκών δεδομένων προς τις ιδεοκινητικές περιοχές από τις πρόσθιες περιοχές της υπερχείλιου έλικας, οπότε είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν αυτές οι ζαργκοναφασίες με τη δημιουργία λέξεων από δομικά λεκτικά στοιχεία (συλλαβές), τα οποία περνούν από αυτή τη διαδικασία, ενώ άλλα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Αν η βλάβη εντοπίζεται προς τις κάτω και οπίσθιες περιοχές ως προς την περιοχή του Wernicke, τότε θα παρατηρήσουμε έλλειψη λέξεων κυρίως σε επίπεδο ονομάτων ατόμων, αλλά και αντικειμένων. Αυτό γιατί η βλάβη επηρεάζει την περιοχή της κατανόησης των ονομάτων (37), οπότε δεν είναι πλήρης η ταυτοποίηση είτε εννοιολογικά, είτε ακόμα και χωρικά, ενός ονόματος. Η έλλειψη των λέξεων σε επίπεδο κυρίως ονομάτων θα είναι πλήρης, λόγω του ότι η περιοχή είναι εκτεταμένη, σε σχέση με τη βλάβη.
Αν βέβαια η βλάβη περιλαμβάνει το σύνολο της περιοχής (37) τότε η παθολογία θα είναι πολύ πιο έντονη. Η περιοχή αυτή υποστηρίζει την κατανόηση των ονομάτων, γεγονός που σημαίνει ότι θα υπάρξει έλλειψη λέξεων σε επίπεδο ονομάτων, επειδή δεν είναι δυνατή να γίνει η συμβολική κατανόηση και να ταυτιστεί το όνομα με μία έννοια ή και ένα αντικείμενο, σε συμβολικό άλλα και χωρικό επίπεδο από την πλευρά του δεξιού ημισφαιρίου. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ελεγχθούν και πιθανές αγνωσίες, οι οποίες είναι δυνατόν να συνυπάρχουν.
Αν η βλάβη εντοπίζεται στις οπίσθιες περιοχές (39) ως προς την περιοχή του Wernicke, τότε θα παρατηρήσουμε συγχύσεις μεταξύ ζευγών συμφώνων, τα οποία έχουν κάποια ομοιότητα, είτε σχηματική είτε και ηχητική, όπως και λεκτικές παραφασίες, αλλά σε ήπια μορφή. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής κατανοεί τις αδυναμίες του και προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του, και για το λόγο αυτό έχει και ένα είδος ομιλίας από επαναλαμβανόμενες συλλαβές ή και μικρές λέξεις, μέχρι να επιτύχει αυτό που θέλει να πει. Και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ελεγχθούν πιθανές αγνωσίες, οι οποίες είναι δυνατόν να υπάρχουν.
Αν τελικά η βλάβη εντοπίζεται στις ανώτερες περιοχές (40) ως προς την περιοχή του Wernicke, τότε μιλάμε πλέον για το σύνδρομο αλεξίας-αγραφίας, που περιγράφει ο Dejerine και αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος αφασίας στη συγκεκριμένη μελέτη μας.
Λεκτική Δυνατότητα (Προφορικός Λόγος)
Η λεκτική δυνατότητα στην αφασία Wernicke ποικίλει ανάλογα με τον εντοπισμό της βλάβης, όπως τον προσδιορίσαμε προηγούμενα. Αυτό σημαίνει ότι η λεκτική δυνατότητα του ασθενή δεν είναι πάντα η ίδια, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει η νοσοαγνωσία την οποία έχει, και λόγω της όποιας ο ασθενής δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τις αδυναμίες του. Αυτό σημαίνει ότι έχει την εντύπωση ότι μιλάει κανονικά και ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα στην επικοινωνία του.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα στη λεκτική δυνατότητα των ασθενών με αφασία Wernicke είναι η λογόρροια, η ζαργκοναφασία, και οι λεκτικές και φωνητικές παραφασίες.
Λογόρροια είναι η συνεχής ομιλία, η σχεδόν ακατανόητη, συχνά χωρίς αντικείμενο για συνομιλία, δηλαδή πολλές φορές ο ασθενής μιλάει και μόνος του με αυτό το συγκεγκεκριμένο τρόπο.
Ζαργκοναφασία ή ομιλία με ζαργκόν είναι η προσπάθεια του ασθενή να επικοινωνήσει με λέξεις, τις οποίες δίνει την εντύπωση ότι κατασκευάζει χρησιμοποιώντας διάφορες συλλαβές. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι μέσα στα πλαίσια μιας λέξης που θέλει να πει προσθέτει και άλλες ηχητικές συχνότητες, αρκετές θα λέγαμε, και για το λόγο αυτό μία πολύ προσεγμένη παρατήρηση, είναι δυνατόν να μας αποκαλύψει τη λέξη ή μέρος της λέξης που θέλει να μας πει ο ασθενής. Βέβαια θα πούμε εδώ ότι μέσα από τη χρήση αυτών των ζαργκόν, προέρχονται κάποιοι νεολογισμοί, οι οποίοι είναι δυνατόν να εγκατασταθούν στο συγκεκριμένο λεξιλόγιο του ασθενή, με σχετική μονιμότητα.
Λεκτικές παραφασίες είναι αυτές όπου ο ασθενής θα χρησιμοποιήσει μία άλλη λέξη, συγγενική προς τη ζητούμενη, κατά τον προφορικό του λόγο, ενώ οι φωνητικές παραφασίες είναι αυτές όπου ο ασθενής θα χρησιμοποιήσει μεν τη λέξη, αλλά με παραποιημένα κάποια γράμματα, σύμφωνα ή φωνήεντα, ή ακόμα θα προφέρει τη λέξη αντικαθιστώντας τη δομική σειρά των συλλαβών ή και των γραμμάτων.
Ο αυθόρμητος λόγος, έστω και αν αυτός δείχνει ότι απουσιάζει στις αρχές της ασθένειας, στη συνέχεια αρχίζει σταδιακά να εμφανίζεται. Αυτό είναι δυνατόν να παρατηρηθεί και σε περιπτώσεις όπου ζητάμε από τον ασθενή να μας ονομάσει ένα αντικείμενο και όπου λέγοντας του αργά τις πρώτες συλλαβές, συμπληρώνει κανονικά την ή τις τελευταίες, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τους μηχανισμούς του αυθόρμητου λόγου.
Σε γενικές γραμμές ο αφασικός Wernicke μιλάει, εκπέμπει ηχητικές συχνότητες, αλλά δεν γίνεται κατανοητός ή υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο να γίνει κατανοητός από τους συνομιλητές του. Και βέβαια την αδυναμία του αυτή δεν την κατανοεί ο ίδιος ή δυσκολεύεται να την κατανοήσει λόγω της νοσοαγνωσίας του.
Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Η αδυναμία ή οι σοβαρές δυσχέρειες στην κατανόηση του προφορικού λόγου εκ μέρους του ασθενή με αφασία Wernicke είναι, θα λέγαμε, το κύριο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης αυτής αφασίας. Πλην όμως θα πρέπει να δούμε ακριβώς τι εννοούμε όταν μιλάμε για δυσκολίες του προφορικού λόγου σε αυτού του είδους την αφασία.
Αρχικά και κατά τα πρώτα στάδια της νόσου ο ασθενής δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει τον προφορικό λόγο των συνομιλητών του, και είτε απαντά με εντελώς άσχετες εκπομπές ηχητικών δεδομένων, χωρίς ουσιαστικά να είναι λέξεις, όπως ήδη προαναφέραμε, είτε ακόμα σιωπά και κοιτάζει περίεργα προσπαθώντας να κατανοήσει αυτά τα οποία ακούει. Βέβαια ανάλογα την περίπτωση θα πρέπει να ελέγξουμε και τι ακούει ο ασθενής, δηλαδή αν υπάρχουν κάποιες ακουστικές παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις. Η κατάσταση αυτή θα παραμείνει μέχρι ο ασθενής να ξεπεράσει το σοκ το οποίο υπέστη κατά την έναρξη της νόσου.
Στη συνέχεια η κατανόηση αρχίζει σταδιακά να επανέρχεται, αρχικά σε λεκτικές προτροπές, οι οποίες συνοδεύονται και με κάποια κίνηση ή οπτικό ερέθισμα, στη συνέχεια σε απλές προτροπές και σταδιακά σε πιο σύνθετες. Σε αυτό βέβαια θα συμβάλλει και η ανάλογη θεραπευτική αγωγή μέσω της νευρογλωσσολογικής λογοθεραπείας. Η όλη εξέλιξη του ασθενή σε επίπεδο κατανόησης του προφορικού λόγου χρονικά ποικίλει σε σχέση με τον εντοπισμό της βλάβης.
Σε γενικές γραμμές η όλη εξέλιξη είναι ίσως σχετικά αργή, για δύο βασικούς λόγους.
Ο ένας είναι η ύπαρξη της νοσοαγνωσίας και ο δεύτερος είναι ότι απουσιάζει η λειτουργία του εσωτερικού λόγου, στις περισσότερες περιπτώσεις. Η απουσία του εσωτερικού λόγου οφείλεται στο γεγονός ότι πάσχει η εννοιολογία των λέξεων, δηλαδή πάσχουν τα ιδεϊκά δεδομένα, οπότε δεν υπάρχει η δυνατότητα να εμφανισθεί ο εσωτερικός λόγος χωρίς το στήριγμα της εννοιολογικής σημασίας των λέξεων.
Ο άλλος είναι οι καταθλιπτικές τάσεις, που συνοδεύουν τη συγκεκριμένη αφασία, που δημιουργούν τέτοια ψυχική διάθεση στον ασθενή η οποία συμβάλλει και αυτή σε περαιτέρω καθυστέρηση της όλης του εξέλιξης. Όμως αν αντιμετωπισθεί η κατάθλιψη του ασθενή από τον αρμόδιο νευρολόγο, τότε παρατηρούμε χρονικά μία καλύτερη εξέλιξη.
Δυνατότητα Γραφής
Η γραφή σε ιδεοκινητικό επίπεδο δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία, με την έννοια ότι οι ανάλογες υπεύθυνες εγκεφαλικές περιοχές στη δεύτερη μετωπιαία έλικα (46) δεν εμφανίζουν καμία βλάβη, όπως επίσης και σε γενικότερο επίπεδο ιδεοκινητικών διαδικασιών στην τρίτη μετωπιαία έλικα (44–45–46) και την ανιούσα μετωπιαία έλικα (4– 6). Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα γιατί θα πρέπει να δούμε το κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς των ιδεϊκών δεδομένων σε επίπεδο γραφής προς τις ιδεοκινητικές περιοχές.
Από την άλλη πλευρά και πριν προχωρήσουμε στη μελέτη των ιδεϊκών δεδομένων της γραφής θα τονίσουμε ότι η αυθόρμητη γραφή, παρ’ ότι στις αρχές είναι δυνατόν να απουσιάζει, στη συνέχεια εμφανίζεται, όπως άλλωστε και ο αυθόρμητος λόγος.
Η δυνατότητα γραφής ακολουθεί ακριβώς θα λέγαμε τη δυνατότητα του προφορικού λόγου, με την έννοια ότι σε περίπτωση παραφασιών η γραφή είναι όπως και η προφορική εκπομπή, σε περίπτωση ζαργκοναφασίας είναι σε επίπεδο σειράς γραμμάτων και συλλαβών ακατανόητων σε επίπεδο λέξης, κλπ. Αυτά όμως σε πολύ γενικές γραμμές.
Η ιδεϊκή γραφή δεν έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί να προχωρήσει προς τις περιοχές της ιδεοκινητικής γραφής. Για το λόγο αυτό θα λέγαμε απλά ότι ο ασθενής έχει τη δυνατότητα να γράψει, πλην όμως δεν ξέρει τι να γράψει, έστω και αν υπάρχει υπαγόρευση. Δηλαδή τα ερεθίσματα από τις ιδεϊκές περιοχές δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβά- λουν τη διαδοχικότητα των γραμμάτων στα πλαίσια μίας λέξης, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τη διαδοχικότητα των λέξεων στα πλαίσια μίας φράσης, δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη σχετική ορθογραφία, δεν έχουν τέλος τη δυνατότητα να συνδυάσουν την έννοια με τα γραφόμενα, δηλαδή για να θυμηθώ τον αείμνηστο Γεώργιο Χειμωνά, δεν έχουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουν το συναίσθημα, από το οποίο ουσιαστικά περικλείεται η γραφή. Οπότε η γραφή του συγκεκριμένου αφασικού ασθενή θα έχει αυτή την εικόνα, η οποία θα αργήσει χρονικά να καλυτερεύσει, ενώ αυτή η καλυτέρευση θα είναι σταδιακή.
Εάν δώσουμε στον ασθενή μία λέξη για αντιγραφή και πάλι υπάρχει δυσκολία μέχρι και αδυναμία για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι λόγω της νοσοαγνωσίας του ο ασθενής δεν θεωρεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα, οπότε διαβάζει τη λέξη, την αντιλαμβάνεται όπως την αντιλαμβάνεται ανάλογα τις δυσκολίες του και στη συνέχεια προσπαθεί σαν να μην είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να την γράψει.
Ο δεύτερος λόγος είναι η χωρική δυσκολία στη γραφή συμβολικού τύπου, δηλαδή δυσκολία στο σχηματισμό συμβολικά των γραμμάτων.
Αυτό σημαίνει αντικατάσταση κάποιων γραμμάτων από άλλα, συχνά άσχετα και πρόσθεση άλλων γραμμάτων στη λέξη και σπανιότερα αφαίρεση κάποιων γραμμάτων από τη συγκεκριμένη λέξη.
Σε επίπεδο αυθόρμητης γραφής είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ενός ιερέα, με αφασία Wernicke, με μεγάλη θεολογική μόρφωση ο οποίος δεν μπορούσε να γράψει, αλλά μπορούσε να γράψει κείμενα εκκλησιαστικά, τα οποία ήδη είχε μάθει με την πολύχρονη διακονία του στην εκκλησία.
Επίσης και με έναν άλλον ασθενή με αφασία Wernicke, ο οποίος ήταν γιατρός και πανεπιστημιακό δάσκαλος, όπου έγραφε όρους ή και φάρμακα της ειδικότητας του, και προσπαθούσε στη συνέχεια να γράψει και επεξηγήσεις, αλλά εκεί δεν τα κατάφερνε πάντα.
Κατανόηση Γραπτού Λόγου
Η κατανόηση της έννοιας ή των εννοιών που περιέχονται σε ένα γραπτό κείμενο, ουσιαστικά δεν είναι δυνατή, αφού η λειτουργία της ιδεϊκής διαδικασίας σχεδόν απουσιάζει ή έστω υστερεί.
Παρ’ όλα αυτά όμως και με την πάροδο του χρόνου κάποιες μεμονωμένες λέξεις ή τίτλοι, οι οποίοι είναι γραμμένοι με κεφαλαία ίσως και με μεγαλύτερα γράμματα, φαίνεται να γίνονται κατανοητοί από τον ασθενή με αφασία Wernicke. Αυτό γιατί υπάρχει μεν η δυσχέρεια σε ιδεϊκό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο έννοιας της λέξης, αλλά η δυνατότητα της κατανόησης μέσω σχήματος κάποιας πολύ συχνής λέξης είναι δυνατή. Για παράδειγμα η λέξη “και” αλλά και άλλες λέξεις, οι οποίες ήταν πολύ συνηθισμένες για τον συγκεκριμένο ασθενή. Βέβαια με τη θεραπευτική αγωγή μέσω της νευρογλωσσολογικής λογοθεραπείας η κατανόηση μέσω της γραφής επανέρχεται αργά και σταθερά, ανάλογα πάντα με το αν ο ασθενής είναι εγγράμματος ή όχι.
Θα επαναλάβουμε και εδώ ότι η κατανόηση του γραπτού λόγου ακολουθεί ουσιαστικά τη γενικότερη δυνατότητα του ασθενή στην κατανόηση του προφορικού λόγου, ανάλογα με τον εντοπισμό της βλάβης, όπως έχουμε προαναφέρει.
Φυσική Κατάσταση (Ημιπληγία)
Ο ασθενής με αφασία Wernicke δεν έχει ιδιαίτερα προβλήματα στη φυσική του κατάσταση, εκτός από μία ημιανοψία, η οποία θα τον ταλαιπωρήσει αρχικά, ενώ στη συνέχεια συνηθίζει με αυτή την δυνατότητα της όρασής του.