Νηπιαγωγείο
Στο νηπιαγωγείο αλλά και στην τάξη του προ-νηπιαγωγείου ένα “μελλοντικό” δυσλεξικό παιδί παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά του, εφόσον πρόκειται για κλασσική δυσλεξία.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές κυρίως στη συμπεριφορά του είναι αρχικά η υπερκινητικότητα, με την έννοια ότι δεν μπορεί να καθίσει και να συγκεντρωθεί σε μία συγκεκριμένη εργασία, που του προτείνουν, για αρκετή ώρα ή για την ανάλογη ώρα που οι συνομήλικοί του συγκεντρώνονται.
Το γεγονός αυτό προέρχεται από την αδυναμία ή τις δυσχέρειες του συγκεκριμένου παιδιού να προσηλωθεί, χωρίς να αποσπάται η προσοχή του, στη συγκεκριμένη εργασία του, ενώ η υπερκινητικότητα του προέρχεται επίσης από την ίδια αιτία, δηλαδή από την αδυναμία προσήλωσής του, από την αδυναμία συγκέντρωσης του στη συγκεκριμένη εργασία.
Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε εδώ ότι η συγκεκριμένη εργασία, η οποία είναι προορισμένη για τα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικίας, για το δυσλεξικό είναι πολύ κοπιαστική και σύντομα θα κουραστεί, οπότε θα δράσει ανάλογα για να ξεφύγει από αυτή την “πνευματική”, άρα εγκεφαλικής λειτουργικής υφής, κόπωση.
Με αυτό τον τρόπο το συγκεκριμένο παιδί θα προσπαθήσει μεν να αποδώσει στη συγκεκριμένη εργασία, αλλά φθάνοντας σε κάποια όρια θα αντιδράσει, θα αποσπάσει το βλέμμα του από τη συγκεκριμένη αυτή εργασία, αντιδρώντας δε θα εμφανίσει και μία αδεξιότητα μέσα στο χώρο, όπου ευρίσκεται.
Έτσι θα μας δείξει αρχικά ότι δεν έχει δυνατότητα συγκέντρωσης, αλλά επίσης ότι η υπερκινητικότητα του εκφράζεται και με κάποιες αδέξιες κινήσεις στη βάδιση -τρέξιμο-, αλλά και σε χειρονομίες.
Στα κορίτσια η αδεξιότητα που παρατηρείται είναι ηπιότερη και μειώνεται αρκετά πιο γρήγορα.
Έτσι άλλωστε δικαιολογείται και το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν αυτό το παιδί να μπορέσει να καθίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στη θέση του, με τα ανάλογα ερεθίσματα τα οποία ευρίσκονται μπροστά του και τα οποία παραμένοντας τα ίδια το κουράζουν, όπως προαναφέραμε.
Αν παρατηρήσουμε το προφορικό λόγο του συγκεκριμένου παιδιού, είναι πολύ πιθανόν να παρατηρήσουμε την αντικατάσταση κάποιου ή κάποιων συγκεκριμένων συμφώνων, πάντα προφορικά, με ένα άλλο σύμφωνο, όμοιο σχεδόν ηχητικά.
Για παράδειγμα, αντί για -θάλασσα-, να προφέρει το συγκεκριμένο παιδί -φάλασσα, ή αντί για τη λέξη -εγώ- να προφέρει -εβώ-, κλπ.
Οι συγχύσεις αυτές, για τις οποίες ήδη έχουμε μιλήσει προηγούμενα, παρατηρούνται σε κάποια ζεύγη συμφώνων, τα οποία έχουν σχεδόν όμοια ηχητική εικόνα.
Το γεγονός αυτό στις ηλικίες αυτές θεωρείται συχνά μπεμπέκισμα και πολύ παιδικό χαρακτηριστικό, δεν παύει όμως να είναι και μία ένδειξη για την ύπαρξη δυσλεξίας.
Με τον ίδιο τρόπο είναι δυνατόν να παρατηρούνται και κάποιες αντικαταστάσεις στον προφορικό λόγο, γραμμάτων ή/ και συλλαβών, γεγονός το οποίο και πάλι θεωρείται παιδική ιδιαιτερότητα, στη μορφή του μπεμπεκίσματος.
Η μορφή αυτών των αντικαταστάσεων είναι για παράδειγμα τη λέξη -μαγαζί- να την προφέρει -γαμαζί- , τη λέξη -άλογο- να την προφέρει -άγολο-,κλπ.
Είναι πιθανόν επίσης, αλλά σπάνιο, να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο παιδί στο νηπιαγωγείο μία ομιλία τύπου μπεμπεκίσματος, η οποία συνεχίζει από μικρότερες ηλικίες, όπου βέβαια ήταν δικαιολογημένη.
Αν στο νηπιαγωγείο υπάρχει μάθηση γραμμάτων, τότε θα παρατηρηθεί μία δυσχέρεια στο συγκεκριμένο παιδί να ξεχωρίσει την ηχητική συχνότητα μεταξύ συγκεκριμένων ζευγών συμφώνων, όπως το ζεύγος -π- και -τ-, το ζεύγος -φ- και -θ-, κλπ. Αυτό σημαίνει αδυναμία ή δυσχέρεια στη μάθηση των συγκεκριμένων γραμμάτων και τον διαχωρισμό τους μέσω της μάθησης, όσον αφορά την εικόνα του γράμματος και την ηχητική του συχνότητα.
Τα κορίτσια ξεπερνούν αυτή τη δυσκολία σχετικά σύντομα.
Τέλος αν ζητήσουμε κάποιες πληροφορίες από τους γονείς του παιδιού, σε σχέση με τη γενικότερη ανάπτυξή του, είναι πολύ πιθανόν το συγκεκριμένο παιδί να καθυστέρησε στην εξελικτική πορεία του λόγου, όχι αποκλειστικά στην ομιλία, αλλά στη δημιουργία των αναλόγων συγκεκριμένων δομών του προφορικού λόγου.
Ευρετήριο Άρθρου
Σελίδα 1 από 4